- ξετιμητής
- ο [ξετιμώ]εκτιμητής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξετιμητής — ο αυτός που καθορίζει την τιμή, που αξιολογεί, ο εκτιμητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξετιμωτής — ο, θηλ. ώτρα [ξετιμώνω] ξετιμητής … Dictionary of Greek
ξετιμώνω — και ξετιμιώνω αξιολογώ και καθορίζω την τιμή ενός πράγματος ή μιας εργασίας, είμαι ξετιμητής, κάνω εκτίμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + τιμή] … Dictionary of Greek